θανατήσιμος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτήσιμος Medium diacritics: θανατήσιμος Low diacritics: θανατήσιμος Capitals: ΘΑΝΑΤΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: thanatḗsimos Transliteration B: thanatēsimos Transliteration C: thanatisimos Beta Code: qanath/simos

English (LSJ)

θανατήσιος.

German (Pape)

[Seite 1186] dasselbe, von Poll. 5, 132 verworfen, wo aber Bekk. θανατήσιος liest.

Greek Monolingual

θανατήσιμος, -ίμη, -ον (Μ) θανατώ
1. θανάσιμος
2. το αρσ. ως ουσ.θανατήσιμος
ο θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θανατησ- του θανατώ (ΙΙ) (πρβλ. μέλλ. θανατήσ-ω) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. αινέσ-ιμος < θ. αινέσ- του αινώ)].