θεητής
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
θέητρον, Ion. for θεατής, θέατρον.
German (Pape)
[Seite 1191] ὁ, ion. = θεατής, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θεατής.
Greek (Liddell-Scott)
θεητής: θέητρον, Ἰων. ἀντὶ θεᾱτής, θέᾱτρον.
Greek Monolingual
θεητής, ὁ (Α)
ιων. τ. του θεατής.
Greek Monotonic
θεητής: θέητρον, Ιων. αντί θεᾱτής, θέᾱτρον.