θελξιεπής
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
θελξιεπές, speaking winning words, γᾶρυς B.14.48.
Greek (Liddell-Scott)
θελξιεπής: -ές, ἡδυλόγος, ὁ θέλγων διὰ τῶν λόγων, γάρυϊ ξελξιεπεῖ φθέγξατο Βακχυλ. 14.48.
Greek Monolingual
θελξιεπής, -ές (Α)
αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -επής (< έπος), πρβλ. α-μετρο-επής, καλλι-επής].