θεροκοπώ

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

(Μ θεροκοπῶ, -έω)
θερίζω συνεχώς και με ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + -κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ].