θηλυμανία

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυμανία Medium diacritics: θηλυμανία Low diacritics: θηλυμανία Capitals: ΘΗΛΥΜΑΝΙΑ
Transliteration A: thēlymanía Transliteration B: thēlymania Transliteration C: thilymania Beta Code: qhlumani/a

English (LSJ)

v. θηλυμανής.

German (Pape)

[Seite 1207] ἡ, rasende Liebe zu den Weibern, K. S.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θηλυμανία) θηλυμανής
η μανιώδης τάση για σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες.