θηλυμανία

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυμανία Medium diacritics: θηλυμανία Low diacritics: θηλυμανία Capitals: ΘΗΛΥΜΑΝΙΑ
Transliteration A: thēlymanía Transliteration B: thēlymania Transliteration C: thilymania Beta Code: qhlumani/a

English (LSJ)

v. θηλυμανής.

German (Pape)

[Seite 1207] ἡ, rasende Liebe zu den Weibern, K. S.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θηλυμανία) θηλυμανής
η μανιώδης τάση για σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες.