θηραρχία

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηραρχία Medium diacritics: θηραρχία Low diacritics: θηραρχία Capitals: ΘΗΡΑΡΧΙΑ
Transliteration A: thērarchía Transliteration B: thērarchia Transliteration C: thirarchia Beta Code: qhrarxi/a

English (LSJ)

v. θήραρχος.

Greek Monolingual

θηραρχία, ἡ (Α) θήραρχος
1. η οδήγηση και επιστασία θηρίων, κυρίως ελεφάντων κατά τον πόλεμο
2. το αξίωμα του θηράρχου.