ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Full diacritics: θηραρχία | Medium diacritics: θηραρχία | Low diacritics: θηραρχία | Capitals: ΘΗΡΑΡΧΙΑ |
Transliteration A: thērarchía | Transliteration B: thērarchia | Transliteration C: thirarchia | Beta Code: qhrarxi/a |
v. θήραρχος.
θηραρχία, ἡ (Α) θήραρχος
1. η οδήγηση και επιστασία θηρίων, κυρίως ελεφάντων κατά τον πόλεμο
2. το αξίωμα του θηράρχου.