θρηνήτρια
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ἡ, fem. of θρηνητήρ, Sch.E.Ph.1489.
German (Pape)
[Seite 1218] ἡ, das Klageweib, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ θρηνητὴρ (ἴδε θρηνῳδός), Θεοφύλακτ.