θωπευτής

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. θωπεύτρια θωπεύω
αυτός που χαϊδεύει ή κολακεύει κάποιον, ο κόλακας.

German (Pape)

ὁ, der Schmeichler ?