δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 1214] τό, = θολός, vom Dintenfische, Eust.
θόλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 239. 55.
το (Μ θόλωμα) θολώνωη ενέργεια και το αποτέλεσμα του θολώνω, η θόλωση, η θολούραμσν.αλλοίωση του χρώματος, θάμπωμα.