θύρηφιν

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source

Greek Monolingual

θύρηφι(ν) (Α)
(επικ. τ. δοτ. του θύρα ως επίρρ.) έξω («τὰ τ' ἔνδοθι καὶ τὰ θύρυφιν», Ομ. Οδ.).