ιαματικός

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἰαματικός, -ή, -όν) ίαμα
αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στη θεραπεία, αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες (α. «ιαματικά λουτρά» β. «φάρμακον ιαματικόν»)
νεοελλ.-μσν.
(για αγίους) ο θεραπευτής, ο θαυματουργός («τῶν ἁγίων ἐνδόξων και ἰαματικών Ἀναργύρων»).
επίρρ...
ιαματικώς και -ά
με θεραπευτικό τρόπο, θεραπευτικώς.