ιδιοφεγγής

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

ἰδιοφεγγής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιοφεγγής, χρυσοφεγγής