ιδρωτικός

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἱδρωτικός, -ή, -όν) ιδρώς
αυτός που προκαλεί εφίδρωση («ιδρωτικά φάρμακα»)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει τάση για εφίδρωση.
επίρρ...
ἱδρωτικῶς (Α)
με έκκριση ιδρώτα.