ιερογλύφος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
ο (Α ἱερογλύφος)
αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλογλύφος, σμιλιγλύφος].