σμιλιγλύφος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλιγλῠ́φος Medium diacritics: σμιλιγλύφος Low diacritics: σμιλιγλύφος Capitals: ΣΜΙΛΙΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: smiliglýphos Transliteration B: smiliglyphos Transliteration C: smiliglyfos Beta Code: smiliglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ον, chiselling, τέχναι Epigr.Gr.402.3 (Galatia).

Greek (Liddell-Scott)

σμιλιγλύφος: [ῠ], -ον, ὁ διὰ τῆς σμίλης γλύφων, χαράττων, τέχναι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 402. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που γλύφει ή χαράσσει με σμίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. λιθογλύφος. Το -ι- τοῦ α' συνθετικού είναι πιθ. αναλογικό προς άλλους τ. (πρβλ. πυκιμηδής) ή προέρχεται από το υποκορ. σμιλίον.