σμιλιγλύφος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
[ῠ], ον, chiselling, τέχναι Epigr.Gr.402.3 (Galatia).
Greek (Liddell-Scott)
σμιλιγλύφος: [ῠ], -ον, ὁ διὰ τῆς σμίλης γλύφων, χαράττων, τέχναι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 402. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που γλύφει ή χαράσσει με σμίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. λιθογλύφος. Το -ι- τοῦ α' συνθετικού είναι πιθ. αναλογικό προς άλλους τ. (πρβλ. πυκιμηδής) ή προέρχεται από το υποκορ. σμιλίον.