ιλαστήριος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἱλαστήριος, -ον θηλ. και -ία) ιλάσκομαι
1. εξιλαστήριος, εξιλαστικός, εξευμενιστικός
2. το ουδ. ως ουσ. ιλαστήριο(ν) (ενν. ανάθημα)
κάτι που προσφέρεται προς εξιλέωση, μέσο εξιλασμού
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱλαστήριον
το κάλυμμα της κιβωτού στα άγια τών αγίων
2. φρ. «ἱλαστήριον ἐπίθεμα» — το ιλαστήριον
3. μοναστήρι.