Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιλαστήριος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἱλαστήριος, -ον θηλ. και -ία) ιλάσκομαι
1. εξιλαστήριος, εξιλαστικός, εξευμενιστικός
2. το ουδ. ως ουσ. ιλαστήριο(ν) (ενν. ανάθημα)
κάτι που προσφέρεται προς εξιλέωση, μέσο εξιλασμού
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱλαστήριον
το κάλυμμα της κιβωτού στα άγια τών αγίων
2. φρ. «ἱλαστήριον ἐπίθεμα» — το ιλαστήριον
3. μοναστήρι.