πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
-ες (ΑΜ ἰλυώδης, -ες)γεμάτος ιλύ, λασπώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα -ώδης (πρβλ. ογκώδης, ποώδης)].