ιμαντελιγμός

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ)
είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ἑλιγμός
αξίζει να σημειωθεί η απουσία της δασύτητας του ἑλιγμός στο σύνθ.].