μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
ἱππάκη, ἡ (Α) ίππος1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσιτοῦτο δ' ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.)2. είδος φυτού.