ισχιαρθροκάκη

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

η
ονομασία για τη φυματίωση της άρθρωσης του ισχίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο- + αρθρο-κάκη (< ἄρθρον «άρθρωση» + κάκη (< κακός), πρβλ. στομακάκη, τραχηλοκάκη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coxotuberculose].