τραχηλοκάκη

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλοκάκη: [ᾰ], ἡ, σιδηροῦς περίδεσμος τοῦ τραχήλου, κλοιός, Νικήτ. Χρον. 21, 6, πρβλ. ποδοκάκη.

German (Pape)

ἡ, Halseisen, Nicet.