κήομεν
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
(or κείομεν), Ep. for κήωμεν, v. καίω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. (p. κήωμεν) sbj. ao. de καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήομεν ep. conj. aor. van κάω.
Russian (Dvoretsky)
κήομεν: эп. (= κήωμεν) 1 л. pl. conjct. к καίω.
Greek (Liddell-Scott)
κήομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ. ἀντὶ κήωμεν, ἴδε ἐν λέξ. καίω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κήομεν: Επικ. αντί κήωμεν, αʹ πληθ. αορ. αʹ υποτ. του καίω.