κήυος
From LSJ
Greek Monolingual
κήϋος, -ΰα, -ον (Α)
επιγρ. πιθ. καθαρτικός ή καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα qēu- «καίω», στης οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα qәu- ανάγεται το ρ. καίω. Μαρτυρείται στη φρ. θύεν... τρικτεύαν κηΰαν, στο περιβάλλον της οποίας μπορεί να θεωρηθεί είτε ως επίθ., όπως το κηώδης, είτε ως ουσ., οπότε προέρχεται πιθ. από τ. unF-yā ή unF-ā].