κήυος

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

κήϋος, -ΰα, -ον (Α)
επιγρ. πιθ. καθαρτικός ή καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα qēu- «καίω», στης οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα qәu- ανάγεται το ρ. καίω. Μαρτυρείται στη φρ. θύεν... τρικτεύαν κηΰαν, στο περιβάλλον της οποίας μπορεί να θεωρηθεί είτε ως επίθ., όπως το κηώδης, είτε ως ουσ., οπότε προέρχεται πιθ. από τ. unF-yā ή unF-ā].