κηώδης

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηώδης Medium diacritics: κηώδης Low diacritics: κηώδης Capitals: ΚΗΩΔΗΣ
Transliteration A: kēṓdēs Transliteration B: kēōdēs Transliteration C: kiodis Beta Code: khw/dhs

English (LSJ)

κηῶδες, (κη- cogn. with κήϊα, καίω; -ώδης with ὄδωδα) smelling as of incense, fragrant, μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ Il.6.483; κηώδεα φύετο πάντα D.P.941; cf. κεώδης.

German (Pape)

[Seite 1436] ες (καίω, aber schwerlich mit ὄζω zusammengesetzt), duftig, wohlriechend, wie angezündeter Weihrauch (etwa κῆος = θύος mag zum Grunde liegen); κόλπος Il. 6, 483; τῷ καὶ γειναμένῳ κηώδεα φύετο πάντα D. Per. 941. Vgl. das Folgende.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
parfumé, embaumé.
Étymologie: *κῆος = θύος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

κηώδης: благовонный, душистый (κόλπος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κηώδης: -ες, εὐωδιάζων ὡς ἐκ θυμιάματος, εὐώδης, μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ Ἰλ. Ζ. 483· κηώδεα φύετο πάντα Διον. Π. 941. (Ὁ συνώνυμ. τύπος κηώεις, καὶ ὁ ἀνάλογος θυώδης, δεικνύουσιν ὅτι ὑπῆρχε πιθανῶς ἀρχ. οὐσιαστ. κῆος = θύος, ἡ τοῦ θυμιάματος ὀσμή, ἐκ τῆς √ΚΑΥ, καίω, πρβλ. τὸ Λατ. fragro, flagro. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «κεώδης· καθαρὸς ― κειώσασθαι· καθήρασθαι ― κεώσατο· καθήρατο».

English (Autenrieth)

sweet-smelling, fragrant, Il. 6.483†.

Greek Monolingual

κηώδης και κειώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που έχει την οσμή του θυμιάματος, εύοσμος («κηώδεα φύετο πάντα», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κη-ώδης. Το α' συνθετικό της λ. -κη- προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδ. κῆFος «αρωματικό ξύλο» που είναι παρ. από το θ. του αόρ. κῆ (F)αι του ρ. καίω και συνδέεται με το κήϋος. Το -ώδης < ὄδ-ωδ-α].

Greek Monotonic

κηώδης: -ες (κῆαι, απαρ. αορ. αʹ του καίω), αυτός που ευωδιάζει σαν από θυμίαμα, εύοσμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: full of perfume, sweet-smelling (Ζ 483, after it D. P. 941); through vowel shortening κεώδης καθαρός; κεῶεν ὄζει εὑωδεῖ H.
Derivatives: κηώεις (Hom., AP, Nonn.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From *κηϜώδης or *κηϜόεις (with metr. lengthening) from *κῆϜος n. fire, incense, verbal substantive of the aor. *κῆϜ-αι burn, s. καίω. Solmsen Unt. 124f., also Schwyzer 527. Diff. Thieme Studien 60. - Beside the s-stem *κῆϜος there is *κηϜίον (τεῖχος: τειχίον a. o.) in κήϊα and κεῖα καθάρματα H., further a form with l (not an l-stem) in *κηϜαλ-έος > κηλέος burning, s. v.; on the suffixes cf. e. g. ἔτος: ἔταλον, ἄγκος: ἀγκάλη. As however καίω derives from *καϜ- < *ßkh₂u̯-, if it is IE, a phase with e is impossible. So the etym. is wrong. Can it be based on καυσ-?

Middle Liddell

κηώδης, ες κῆαι, aor1 inf. of καίω
smelling as of incense, fragrant, Il.

Frisk Etymology German

κηώδης: (Ζ 483, danach D. P. 941),
{kēṓdēs}
Forms: κηώεις (Hom., AP, Nonn.); durch Vokalkürzung bzw. Metathesis der Quantität κεώδης· καθαρός, κεῶεν ὄζει· εὐωδεῖ H.
Meaning: voll von Räucherwerk, wohlriechend
Etymology: Aus *κηϝώδης bzw. *κηϝόεις (mit metr. Dehnung) von *κῆϝος n. Brand, Räucherwerk, Verbalsubstantiv vom starken Aor. *κῆϝαι brennen, s. καίω. Solmsen Unt. 124f., auch Schwyzer 527. Anders Thieme Studien 60. — Neben dem s-Stamm *κῆϝος stehen einerseits *κηϝίον (τεῖχος: τειχίον u. a.) in κήϊα und κεῖα· καθάρματα H., anderseits ein l-Stamm in *κηϝαλέος > κηλέος brennend, s. d.; zum Suffixwechsel vgl. z. B. ἔτος: ἔταλον, ἄγκος: ἀγκάλη.
Page 1,847