καθίζηση
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek Monolingual
η (Α καθίζησις) καθιζάνω
η αφηρημένη έννοια, η κατάσταση και το αποτέλεσμα του καθιζάνω
νεοελλ.
1. γεωλ. το φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων του στερεού φλοιού της γης κατολισθαίνουν και μεταφέρονται σε κατώτερες θέσεις
2. (για άλατα και ουσίες διαλυμένα σε υγρό) συσσώρευση ιζήματος στον πυθμένα δοχείου.