κακομαθαίνω

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς
2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω
3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά»)
4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει κακές συνήθειες, ανάγωγος
β) μαλθακός.