καλαθίσκιον
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
τό, = καλάθιον, Anon. in Rh. 108.30 ; also καλαθίσκον, τό, Roussel Cultes Égyptiens 232 (Delos, ii BC).
Greek Monolingual
καλαθίσκιον και καλαθίσκον, τὸ (Α)
(υποκορ. του καλαθίσκος) μικρό καλάθι, καλαθάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -ίσκιον (< -ίσκος + -ιον), πρβλ. καδισκιον, πινακίσκιον].