καλαμανθήλη

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλαμανθήλη Medium diacritics: καλαμανθήλη Low diacritics: καλαμανθήλη Capitals: ΚΑΛΑΜΑΝΘΗΛΗ
Transliteration A: kalamanthḗlē Transliteration B: kalamanthēlē Transliteration C: kalamanthili Beta Code: kalamanqh/lh

English (LSJ)

ἡ, = ἀνθήλη, Edict.Diocl.18.6.

Greek Monolingual

καλαμανθήλη, ἡ (Α)
το στάχυ με το καλάμι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + ἀνθήλη «θύσανος»].