καλαμπούρι

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Greek Monolingual

το
1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα
2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour].