καλοδέχομαι

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

1. υποδέχομαι κάποιον ευχάριστα, κάνω καλή υποδοχή σε κάποιον
2. ακούω κάτι με ευχαρίστηση, αποδέχομαι κάτι με ευμένεια («δεν τά καλοδέχθηκε αυτά που του είπα»)
3. (η μτχ. ενεστ.) καλοδεχούμενος, -η, -ο
καλόδεχτος («είσαι πάντα καλοδεχούμενος στο σπίτι μας»).