Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καμπουρωτός

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

-ή, -ό καμπούρα
αυτός που έχει καμπούρα, κύρτωση, ο καμπούρης, ο κυρτός («καμπουρωτή μύτη»).
επίρρ...
καμπουρωτά
με καμπουρωτό τρόπο, κυρτά.