Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καμπουρωτός

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

-ή, -ό καμπούρα
αυτός που έχει καμπούρα, κύρτωση, ο καμπούρης, ο κυρτός («καμπουρωτή μύτη»).
επίρρ...
καμπουρωτά
με καμπουρωτό τρόπο, κυρτά.