καραμπογιά

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η
1. άνυδρο θειικό υποξείδιο του σιδήρου, χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή
2. κάθε μαύρη βαφή ή καθετί που είναι κατάμαυρο («μαλλιά καραμπογιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. του τουρκ. kara-boya].