καρδιοειδής
From LSJ
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
English (LSJ)
καρδιοειδές, heart-shaped, σχῆμα Herm.in Phdr.p.199A.
German (Pape)
[Seite 1326] ές, herzförmig, Sp.
Greek Monolingual
-ές (Α καρδιοειδής) αυτός που έχει μορφή ή σχήμα καρδιάς, καρδιόσχημος
νεοελλ.
φρ. «καρδιοειδής καμπύλη»
μαθ. η επίπεδη καμπύλη που έχει σχήμα καρδιάς και διαγράφεται από ένα σημείο της περιφέρειας ενός κύκλου όταν αυτός κυλάει πάνω στην περιφέρεια ενός άλλου κύκλου με ίση διάμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτοειδής, σφαιροειδής].