καρδιουλκώ

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

καρδιουλκῶ, -έω (Α)
1. βγάζω την καρδιά του θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω
2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα του φυτού, την εντεριώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ουλκῶ (< -ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυουλκώ, ξιφουλκώ].