καρικοεργής

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρικοεργής Medium diacritics: καρικοεργής Low diacritics: καρικοεργής Capitals: ΚΑΡΙΚΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: karikoergḗs Transliteration B: karikoergēs Transliteration C: karikoergis Beta Code: karikoergh/s

English (LSJ)

ές, of Carian work, ὄχανον Anacr. 91.

German (Pape)

[Seite 1327] ές, von karischer Arbeit, Strab. XIV, 661 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρικοεργής: -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.

Greek Monolingual

καρικοεργής, -ές (Α)
ο προερχόμενος ή κατασκευασμένος με καρική εργασία, με καρική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρικός + -εργής (< Fεργής < Fέργον). Βλ. και λ. ἔργο].