καρρόθεν

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρρόθεν Medium diacritics: καρρόθεν Low diacritics: καρρόθεν Capitals: ΚΑΡΡΟΘΕΝ
Transliteration A: karróthen Transliteration B: karrothen Transliteration C: karrothen Beta Code: karro/qen

English (LSJ)

Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.

Greek Monolingual

καρρόθεν (Α)
επίρρ. από κάτι καλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον «καλύτερα» (συγκρ. βαθμός του καλῶς) + κατάλ. -θεν (πρβλ. θεμελιόθεν, ουρανόθεν)].