καρτέρηση
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
Greek Monolingual
η (Α καρτέρησις) καρτερώ
η καρτερία, η αντοχή («τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις», Πλάτ.)
αρχ.
η εμμονή, η επιμονή και υπομονή («ἡ ἄφρων τόλμα καὶ καρτέρησις», Πλάτ.).