Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
το
1. ο ξυλώδης φλοιός του καρυδιού
2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών
3. πολύ ελαφρό σκάφος που το παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + -τσουφλο (< τσόφλι)].