καστρίτης

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στο κάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σκηνίτης, τεχνίτης)].