κατάδημα

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδημα Medium diacritics: κατάδημα Low diacritics: κατάδημα Capitals: ΚΑΤΑΔΗΜΑ
Transliteration A: katádēma Transliteration B: katadēma Transliteration C: katadima Beta Code: kata/dhma

English (LSJ)

-ατος, τό, band, fastening, Arist.Pr.938a14.

Russian (Dvoretsky)

κατάδημα: ατος τό отверстие или полость (ἀμφορέως Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάδημα: τό, λέξις ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.

Greek Monolingual

κατάδημα, τὸ (Α) καταδέω (Ι)]
διάδημα, ταινία κεφαλιού.