κατάδουλος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδουλος Medium diacritics: κατάδουλος Low diacritics: κατάδουλος Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: katádoulos Transliteration B: katadoulos Transliteration C: katadoulos Beta Code: kata/doulos

English (LSJ)

ὁ, slave, κ. παῖς PStrassb.40.24 (vi A.D.).

Greek Monolingual

κατάδουλος, ὁ (Α)
δούλος, σκλάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δουλος (< δοῦλος), πρβλ. σύνδουλος, υπόδουλος].