Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάρριψη

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

η (Α κατάρριψις) καταρρίπτω
νεοελλ.
η κατεδάφιση, το γκρέμισμα
2. το να ρίχνει κάποιος κάτι κάτω («η κατάρριψη του εχθρικού αεροπλάνου»)
3. η υπέρβαση, το ξεπέρασμα («η κατάρριψη του παγκόσμιου ρεκόρ»)
αρχ.
η ανατροπή, η κατάλυση.