καταπληγώνω

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

καταπληγώνω)
(επιτ. τ. του πληγώνω)
1. (κυριολ. και μτφ.) προξενώ σε κάποιον πολλές πληγές, κατατραυματίζω κάποιον, τον γεμίζω πληγές
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπληγωμένος, -η, -ο(ν)
γεμάτος από πληγές, κατατραυματισμένος.