κατευοδώνω

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, -όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω)
κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο
νεοελλ.-μσν.
1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω, προπέμπω
2. κατορθώνω, πραγματοποιώ, καταφέρνω κάτι
μσν.
μέσ. κατευοδώνομαι
κάνω καλό, ασφαλές ταξίδι, φθάνω με το καλό
μσν.-αρχ.
1. προξενώ ευτυχία
2. (για τον θεό) οδηγώ κάποιον σε επιτυχία, ευνοώ, βοηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὐοδῶ / εὐοδώνω].