κατσαρώνω
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
κατσαρός
1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της»)
2. γίνομαι σγουρός
3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς.