σγουραίνω

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

και σγουρώνω και σγουρύνω και μόνον ως αμτβ. σγουριάζω και σγουρίζω Ν σγουρός
1. μτφ. κάνω κάτι σγουρό, βοστρυχώνω, κατσαρώνω
2. (αμτβ.) γίνομαι σγουρός («τα μαλλιά της τελευταία έχουν σγουρύνει πολύ»).