σγουραίνω

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

και σγουρώνω και σγουρύνω και μόνον ως αμτβ. σγουριάζω και σγουρίζω Ν σγουρός
1. μτφ. κάνω κάτι σγουρό, βοστρυχώνω, κατσαρώνω
2. (αμτβ.) γίνομαι σγουρός («τα μαλλιά της τελευταία έχουν σγουρύνει πολύ»).