καύνος

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

καῡνος και καυνός, ὁ (Α)
κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «κλήρος», οπότε θα πρέπει να προέρχεται από αμάρτυρο τ. καῦσνος].