κεράδικο

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

το κεράς (II)]
1. εργαστήριο κατασκευής κεριών
2. κατάστημα πώλησης κεριών.